- γαύρωμα
- γαύρ-ωμα, ατος, τό,A subject for boasting, E.Tr.1250, Aristid.Or.28(49).124.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαύρωμα — subject for boasting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαύρωμα — το (Α) αυτό για το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος, το καύχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαυρούμαι το ενεργητικό μεταβιβαστικό γαυρώ* είναι μεταγενέστερο] … Dictionary of Greek
γαύρωμ' — γαύρωμα , γαύρωμα subject for boasting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)